- καλπουζάνος
- ο , καλπουζάνα η1) фальшивомонетчик, -ца; 2) фальсификатор; 3) мошенни|к, -ца, проходим|ец, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλπουζάνος — ο, θηλ. καλπουζάνα 1. αυτός που κατασκευάζει κίβδηλα νομίσματα, κιβδηλοποιός, πλαστογράφος, παραχαράκτης 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος δόλιος, απατεώνας, ασυνείδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazan] … Dictionary of Greek
καλπουζάνος — ο θηλ. καλπουζάνα (λ. τουρκ.) 1. αυτός που κατασκευάζει κάλπικα νομίσματα: Έχουν πιαστεί πολλοί καλπουζάνοι. 2. δόλιος άνθρωπος, ψεύτης: Υπάρχουν πολλοί καλπουζάνοι μέσα στην κοινωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλπαζάνης — ο (Μ καλπαζάνης) απατεώνας, καλπουζάνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazan] … Dictionary of Greek
καλπουζάνικος — η, ο [καλπουζάνος] αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε καλπουζάνο*. κίβδηλος, πλαστός, ψεύτικος, κατεργάρικος, κάλπικος. επίρρ... καλπουζάνικα δόλια, με απάτη, με κιβδηλεία … Dictionary of Greek
καλπουζανιά — και καρπουζανιά, η [καλπουζάνος] 1. παραποίηση νομίσματος ή ενσήμου, πλαστογραφία, κιβδηλεία 2. γεν. δόλια πράξη, απάτη, δολιότητα, κατεργαριά, υπουλότητα … Dictionary of Greek